- υποφλεγμαίνω
- Α1. είμαι λίγο φλεγμονώδης2. μτφ. (για θυμό) εξερεθίζομαι, κρυφοκαίω («καὶ μέχρι τούτου ὁ τοῡ βασιλέως θυμὸς ὑπεφλέγμαινεν», Θεοφύλ. Σ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + φλεγμαίνω «φλογίζομαι, έχω φλεγμονή»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.